- εὐόμιλος
- εὐόμιλ-ος, ον,A sociable, Com.Adesp.1015, Vett.Val.40.4, M.Ant.1.16, Hld.3.10, Dam.Isid.49, Agath.1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευόμιλος — εὐόμιλος, ον (ΑΜ) μσν. καταδεκτικός, ευπροσήγορος αρχ. 1. κοινωνικός 2. εμπιστευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όμιλος «ομάδα, παρέα»] … Dictionary of Greek
εὐόμιλος — sociable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόμιλον — εὐόμιλος sociable masc/fem acc sg εὐόμιλος sociable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐομίλους — εὐόμιλος sociable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek